ξετρύπωμα

ξετρύπωμα
τό
1) разг отыскивание, выискивание, выкапывание; 2) выползание из своей норы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξετρύπωμα" в других словарях:

  • ξετρύπωμα — το [ξετρυπώνω] 1. έξοδος από την τρύπα, από τη φωλιά, από την κρύπτη 2. ανακάλυψη, ανεύρεση ενός πράγματος καλά κρυμμένου μετά από ψάξιμο 3. (για πρόσ.) αιφνίδια, απρόοπτη εμφάνιση 4. ξήλωμα, αφαίρεση τού τρυπώματος από ένα ένδυμα …   Dictionary of Greek

  • ξετρύπωμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω, έξοδος από τρύπα, αποκάλυψη, απρόοπτη εμφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»